καθυπερτερώ

καθυπερτερώ
(AM καθυπερτερῶ, -έω) [καθυπέρτερος]
(επιτατ. τού υπερτερώ)
υπερέχω, υπερτερώ κάποιου («ἡδονῶν καὶ πόνων καθυπερτερεῑν ἔξεστιν», Μάρκ. Αυρ.)
αρχ.
(για αστέρες ή αστερισμούς) βρίσκομαι σε υψηλό σημείο, ανέρχομαι πολύ ψηλά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καθυπερτερῶ — καθυπερτερέω prevail pres subj act 1st sg (attic epic doric) καθυπερτερέω prevail pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυπερτέρῳ — καθυπέρτερος above masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαθυπερτέρητος — ἀκαθυπερτέρητος, ον (Α) [καθυπερτερῶ] ανυπέρβλητος, ασυναγώνιστος …   Dictionary of Greek

  • καθυπερτέρησις — καθυπερτέρησις, ἡ (Α) [καθυπερτερώ] 1. (για θέση αστέρα ή αστερισμού) το ύψιστο σημείο, το υπέρτατο ύψος, το ζενίθ 2. γεν. υπεροχή, επικράτηση …   Dictionary of Greek

  • καθυπερτερητικός — καθυπερτερητικός, ή, όν (Α) [καθυπερτερώ] αυτός που υπερτερεί, που υπερέχει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”