- καθυπερτερώ
- (AM καθυπερτερῶ, -έω) [καθυπέρτερος](επιτατ. τού υπερτερώ)υπερέχω, υπερτερώ κάποιου («ἡδονῶν καὶ πόνων καθυπερτερεῑν ἔξεστιν», Μάρκ. Αυρ.)αρχ.(για αστέρες ή αστερισμούς) βρίσκομαι σε υψηλό σημείο, ανέρχομαι πολύ ψηλά.
Dictionary of Greek. 2013.